κατακεραστικός

κατακεραστικός
κατακεραστικός, -ή, -όν (AM) [κατακεράννυμι]
κατάλληλος για μίξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακεραστικῶν — κατακεραστικός demulcent fem gen pl κατακεραστικός demulcent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεραστικόν — κατακεραστικός demulcent masc acc sg κατακεραστικός demulcent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεραστικαῖς — κατακεραστικός demulcent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεραστικοῖς — κατακεραστικός demulcent masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεραστικοί — κατακεραστικός demulcent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεραστικήν — κατακεραστικός demulcent fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεραστικῷ — κατακεραστικός demulcent masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεραστικάς — κατακεραστικά̱ς , κατακεραστικός demulcent fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”